Ποικιλία ελιάς Κορωνέικη: Πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα για την περιοχή της Πρέβεζας

Ανάλυση από το Σύλλογο Γεωπόνων Πρέβεζας

Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται και στην περιοχή μας, όπως και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, μία αυξανόμενη τάση για αντικατάσταση της τοπικής ποικιλίας ελιάς (Λιανολιά Κέρκυρας στην περίπτωσή μας) με την ποικιλία «Κορωνέικη».

Η αντικατάσταση γίνεται συνήθως με εμβολιασμό των παλιών δέντρων Λιανολιάς ενώ αρκετές είναι και οι περιπτώσεις νέων φυτεύσεων ελαιοκτημάτων με δενδρύλλια Κορωνέικης. Όσοι έχουν φυτέψει ή έχουν αλλάξει τις ελιές τους σε Κορωνέικες εδώ και αρκετά χρόνια και τα δέντρα έχουν μπει σε κανονική παραγωγή, δηλώνουν συνήθως ικανοποιημένοι από την παραγωγικότητα της Κορωνέικης και από το γεγονός ότι καρποφορεί σταθερά κάθε χρόνο και όχι χρονιά παρά χρονιά (παρενιαυτοφορία).





Στο άρθρο αυτό θα προσπαθήσουμε να επισημάνουμε τα σπουδαιότερα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα της Κορωνέικης σε σχέση με τη Λιανολιά Κέρκυρας, που παραδοσιακά καλλιεργείται στην περιοχή της Πρέβεζας εδώ και αιώνες.

Περιγραφή της ποικιλίας: Η Κορωνέικη αποτελεί την πιο σημαντική ελαιοποιήσιμη ποικιλία ελιάς στην Ελλάδα και χρησιμοποιείται αποκλειστικά για την παραγωγή λαδιού. Είναι πολύ παραγωγική ποκιλία, ανθεκτική στις ξηροθερμικές συνθήκες της χώρας μας και παράγει λάδι εκλεκτής ποιότητας με εξαιρετικό άρωμα και γεύση.

Σαν δέντρο έχει μέτρια ανάπτυξη και φτάνει συνήθως στο ύψος των 5-7 μέτρων, Τα φύλλα της είναι βαθυπράσινα, λογχοειδή με μήκος 5,5 εκ. περίπου και πλάτος γύρω στο 1 εκ. Είναι μικρόκαρπη ποικιλία, ο καρπός της έχει μέσο βάρος 1,3 γρ. με τη μία πλευρά ελαφρά κυρτωμένη, και φέρει μικρή, χαρακτηριστική θηλή. Η σχέση σάρκας προς πυρήνα είναι 6,6:1 ενώ η απόδοση σε λάδι μπορεί να φτάσει και το 27% (συνήθως κυμαίνεται από 20-25%).

Τα δέντρα μπορούν να δώσουν σταθερή καρποφορία και υψηλές αποδόσεις που κυμαίνονται από 30 έως 100 χγρ. καρπού ανά δέντρο ανάλογα με τις συνθήκες. Είναι ανθεκτική στις ξηροθερμικές συνθήκες, αλλά σε συνθήκες υπερβολικής ξηρασίας παρενιαυτοφορεί έντονα. Αντίθετα, όταν δέχεται άρδευση η παρενιαυτοφορία μειώνεται πολύ και δίνει σχετικά σταθερή παραγωγή κάθε χρόνο.

Είναι πρώιμη ποικιλία καθώς η ωρίμανσή της αρχίζει από νωρίς τον Οκτώβριο και παράλληλα παρουσιάζει μικρές απαιτήσεις σε χειμερινό ψύχος, προκειμένου να επιτευχθεί μία ικανοποιητική ανθοφορία. Τα χαρακτηριστικά της αυτά την καθιστούν ιδιαίτερα κατάλληλα για τις νότιες και πιο θερμές περιοχές της χώρας ( Δυτική και Νότια Πελοπόννησος, Κρήτη, Επτάνησα, Αιτωλοακαρνανία). Άλλωστε η καταγωγή της εικάζεται ότι είναι από την περιοχή της Κορώνης Μεσσηνίας, από όπου έχει πάρει και το όνομά της.  Είναι ευαίσθητη στο δάκο, σχετικά ανθεκτική στο κυκλοκόνιο αλλά ιδιαίτερα ευπαθής στην καρκίνωση. 

Η καλλιέργεια της ελιάς στην Πρέβεζα: Στο Νομό Πρέβεζας η ελαιοκαλλιέργεια καταλαμβάνει μία συνολική έκταση περίπου 125.000 στρεμμάτων με 1.500.000 ελαιόδεντρα. Από αυτά εκτιμάται ότι το 75-80% καταλαμβάνει η Λιανολιά Κέρκυρας, 15% η Χονδρολιά (με κύριο κέντρο καλλιέργειας την περιοχή γύρω από το Θεσπρωτικό) και το υπόλοιπο 5-10% άλλες ποικιλίες (Κορωνέικη και Καλαμών κυρίως). Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μία αυξανόμενη τάση τόσο για την αντικατάσταση παλιών ελαιοκτημάτων Λιανολιάς με Κορωνέικη όσο και για νέες φυτεύσεις Κορωνέικης, και τα ανωτέρω ποσοστά μπορεί να έχουν διαφοροποιηθεί ελαφρά. 

Τα ελαιοκτήματα της Λιανολιάς αποτελούνται από ελαιόδεντρα μεγάλης ηλικίας με μέσο όρο ηλικίας τα 50-55 έτη (υπάρχουν όμως και κτήματα, ιδιαίτερα στην περιοχή της Πάργας, με ελαιόδεντρα πολύ μεγαλύτερης ηλικίας) .

Θα παρουσιάσουμε παρακάτω συνοπτικά τα κυριότερα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα της Κορωνέικης ποικιλίας για την περιοχή της Πρέβεζας. 

Α. ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ :

Παραγωγικότητα-Σταθερότητα παραγωγής: Η Κορωνέικη θεωρείται γενικά πολύ παραγωγική ποικιλία και με σχετική σταθερότητα παραγωγής από χρόνο σε χρόνο. Υπό τις ίδιες συνθήκες και με τις ίδιες καλλιεργητικές φροντίδες δίνει γενικά μεγαλύτερη και πιο σταθερή παραγωγή από τη Λιανολιά. Θα πρέπει εδώ όμως να προσέξουμε ότι κάτω από αντίξοες συνθήκες καλλιέργειας (πολύ φτωχό έδαφος, έλλειψη νερού) και η Κορωνέικη παρουσιάζει έντονη παρενιαυτοφορία. 

Αλλά η Κορωνέικη, εκτός από την παραγωγικότητά σαν δέντρο, έχει και μεγαλύτερη απόδοση σε λάδι από την Λιανολιά. Φτάνει έως 27%, με μέση τιμή 20-25%, ενώ η Λιανολιά αντίστοιχα φτάνει το 19-20% με μέση τιμή γύρω στο 15%.

Μικρές ανάγκες σε χειμερινό ψύχος: Η Κορωνέικη έχει μικρότερες ανάγκες σε χειμερινό ψύχος σε σχέση με τη Λιανολιά προκειμένου να αναπτύξει μία ικανοποιητική ανθοφορία. Αυτό σημαίνει ότι ακόμα και σε χρονιές με ήπιους και σχετικά θερμούς χειμώνες (αρκετά συνηθισμένο τα τελευταία χρόνια) μπορεί να καρποφορήσει πολύ καλά. 

Μικρότερη ζωηρότητα του δέντρου: Η Κορωνέικη είναι ποικιλία μικρής έως μέτριας ζωηρότητας. Αυτό σημαίνει ότι το δέντρο κρατιέται σε χαμηλότερο ύψος και η ανάπτυξή του ελέγχεται καλύτερα με το ετήσιο κλάδεμα. Αυτό βέβαια διευκολύνει τις διάφορες εργασίες στον ελαιώνα (κυρίως την ελαιοσυλλογή), ενώ συγχρόνως καθιστά την Κορωνέικη κατάλληλη για συστήματα πυκνής φύτευσης (20-50 δέντρα το στρέμμα). 

Ανθεκτικότητα στο κυκλοκόνιο: Το χαρακτηριστικό αυτό της Κορωνέικης είναι ιδιαίτερα σημαντικό για περιοχές με αυξημένη ατμοσφαιρική υγρασία, όπου οι προσβολές από τον μύκητα Spilocaea oleagina (κυκλοκόνιο) είναι κάποιες χρονιές σοβαρές. 

Πρωιμότητα παραγωγής: Η Κορωνέικη είναι πρώιμη ποικιλία αφού η ωρίμανσή της ξεκινά από τις αρχές Οκτωβρίου. Αυτό γενικά αποτελεί πλεονέκτημα γιατί ο παραγωγός προλαβαίνει να συγκομίσει με σχετικά ήπιο και ζεστό καιρό και αποφεύγει συνήθως ζημιές από έντονες βροχοπτώσεις, ανεμοθύελλες κλπ. 

 Σε ό,τι έχει να κάνει με την ευαισθησία στο δάκο, κυκλοφορεί ευρέως μεταξύ των παραγωγών η άποψη ότι «η Κορωνέικη δεν πιάνει δάκο». Πρόκειται για μύθο βέβαια, ο οποίος όμως έχει και κάποια στοιχεία αλήθειας: Η Κορωνέικη σαν ποικιλία δεν έχει κάποια ιδιαίτερη αντοχή στην δακοπροσβολή.

Σε περιοχές όπου καλλιεργείται συστηματικά, προσβάλλεται στον ίδιο βαθμό όπως και οι υπόλοιπες ποικιλίες ελιάς. Επειδή όμως είναι πρώιμη ποικιλία και μπορεί να συγκομιστεί νωρίς τον Οκτώβριο, είναι πολύ πιθανό να γλυτώσει από τις όψιμες φθινοπωρινές δακοπροσβολές. Σε μια περιοχή όπως η Πρέβεζα όπου τα θερμά και υγρά φθινόπωρα προκαλούν έξαρση των δακοπληθυσμών τον Οκτώβριο-Νοέμβριο, η πρωιμότητα της Κορωνέικης μπορεί να αποδειχθεί σωτήρια για την ελαχιστοποίηση της ζημιάς από το δάκο.

β. ΜΕΙΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ: 

Ευαισθησία στην καρκίνωση: Η Κορωνέικη είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη στην προσβολή από το βακτήριο Pseudomonas syringae pv. savastanoi που προκαλεί την ασθένεια γνωστή ως καρκίνωση ή φυματίωση της ελιάς. Αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται πολύ πιο προσεκτικούς χειρισμούς κατά τις διάφορες καλλιεργητικές εργασίες (συλλογή, κλάδεμα) και αυξημένο κόστος για προστατευτικούς ψεκασμούς.

Συνιστάται να αποφεύγεται η συλλογή με ράβδισμα και να χρησιμοποιούνται ελαιοραβδιστικά, κατά προτίμηση παλινδρομικής κίνησης (κουπεπέ) και όχι περιστροφικά, για τον όσο το δυνατόν μικρότερο τραυματισμό του δέντρου. Επίσης οι προστατευτικοί ψεκασμοί με χαλκούχα είναι απολύτως απαραίτητοι στην Κορωνέικη μετά από χαλάζι ή παγετό. Ιδιαίτερη προσοχή θέλει και το κλάδεμα που πρέπει να γίνεται με ξηρό καιρό, ενώ σε περίπτωση που ακολουθήσει βροχή θα πρέπει να γίνεται προστατευτικός ψεκασμός με μυκητοκτόνο.

Ευαισθησία στον παγετό: Η Κορωνέικη είναι ποικιλία προσαρμοσμένη σε ξηροθερμικά περιβάλλοντα. Η καλλιέργειά της θα πρέπει να αποφεύγεται σε περιοχές όπου σημειώνονται παγετοί ή σε περιοχές με βορινή έκθεση που δέχονται ψυχρούς ανέμους κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Υπάρχει ένας παλιός εμπειρικός κανόνας των ελαιοκαλλιεργητών που λέει ότι «η Κορωνέικη θέλει να βλέπει θάλασσα». Γενικά ως πιο κατάλληλες για την καλλιέργειά της θεωρούνται οι παραλιακές ζώνες με ήπιους χειμώνες, ενώ ακατάλληλες θεωρούνται οι κλειστές ηπειρωτικές λεκάνες (π.χ. κάμπος Άρτας, περιοχή Λάκκας Σουλίου) καθώς και οι ορεινές, με υψόμετρο από 500-600 μέρα και πάνω.

Έλλειψη εμπειρίας και πειραματικών δεδομένων για την περιοχή της Πρέβεζας: Η Λιανολιά είναι μία ποικιλία που καλλιεργείται εδώ και αιώνες στην περιοχή της Πρέβεζας και είναι καλά προσαρμοσμένη στις εδαφοκλιματικές συνθήκες της περιοχής. Έχει αυξημένες απαιτήσεις σε εδαφική υγρασία που φαίνεται να καλύπτονται επαρκώς από τις ετήσιες βροχοπτώσεις ενώ η υψηλή ατμοσφαιρική υγρασία του κλίματος της Πρέβεζας δεν φαίνεται να την «ενοχλεί» ιδιαίτερα με εξαίρεση κάποιες προσβολές από γλοιοσπόριο σε όψιμες συγκομιδές και σε πολύ βροχερούς και υγρούς χειμώνες. 

Αντίθετα η Κορωνέικη έχει παρουσία λίγων μόνο ετών στην περιοχή. Πολύ λίγα κτήματα ξεπερνούν σε ηλικία τα 15 έτη. Αυτό σημαίνει ότι δεν έχει μελετηθεί και δεν είναι δυνατόν να προβλεφθεί η συμπεριφορά της σε βάθος χρόνου στο περιβάλλον του Νομού Πρέβεζας. Παράγοντες όπως η υψηλή ατμοσφαιρική υγρασία καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου, οι πολλές και έντονες βροχοπτώσεις τη χειμερινή περίοδο και οι παγετοί σε κάποιες ηπειρωτικές περιοχές του Νομού, είναι πιθανό να επηρεάσουν μακροχρόνια την αποδοτικότητα και την οικονομικότητα ενός ελαιοκτήματος με Κορωνέικες ελιές. 

Αφήσαμε για το τέλος το θέμα της ποιότητας του ελαιολάδου γιατί εδώ οι απόψεις είναι αλληλοσυγκρουόμενες. 

Η Κορωνέικη παράγει λάδι εξαιρετικής ποιότητας με έντονο άρωμα και απαλή γεύση. Η Λιανολιά παράγει επίσης εκλεκτό λάδι με πλούσιο άρωμα αλλά με πικάντικη και κάποιες φορές πικρή γεύση. Αυτό το τελευταίο χαρακτηριστικό καθιστά το λάδι της Λιανολιάς μοναδικό και εύκολα αναγνωρίσιμο, θεωρείται θετικό χαρακτηριστικό από γευσιγνώστες και ειδικούς διατροφολόγους, αλλά, κακά τα ψέματα, δεν αρέσει πάντα στον πολύ κόσμο.

Η πλειοψηφία των καταναλωτών προτιμά ένα ελαιόλαδο αρωματικό μεν αλλά που δεν θα καίει και δεν θα πικρίζει στον ουρανίσκο του. Από αυτή την άποψη το ελαιόλαδο της Κορωνέικης είναι περισσότερο εμπορεύσιμο και πιο εύκολο στην προώθηση από αυτό της Λιανολιάς. Να επισημάνουμε ακόμα την τεράστια διαφήμιση που απολαμβάνει η Κορωνέικη τα τελευταία χρόνια, σε αντίθεση με τη Λιανολιά, το λάδι της οποίας μπορεί να ικανοποιεί τους πιο «ψαγμένους» και απαιτητικούς καταναλωτές αλλά είναι σχεδόν άγνωστο στο ευρύ κοινό, στην Ελλάδα και πολύ περισσότερο στο εξωτερικό. 

Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι η καλλιέργεια της Κορωνέικης ελιάς δεν είναι απαγορευτική για την περιοχή της Πρέβεζας, τουλάχιστον για την παραλιακή ζώνη του Νομού. Ο παραγωγός όμως που σκέφτεται να στραφεί στην καλλιέργεια της Κορωνέικης θα πρέπει, αφού σταθμίσει τα υπέρ και τα κατά της καλλιέργειας, να έχει αποφασίσει για δύο πράγματα:
1. Ότι θα επενδύσει επιπλέον, και σε χρόνο και σε χρήμα και σε προσωπική εργασία, απ’ ότι σε μία ελαιοκαλλιέργεια «παραδοσιακού» τύπου που πηγαίνει μία φορά το χρόνο «για να πάρει το λάδι».
2. Ότι αναλαμβάνει ένα σχετικό ρίσκο, αφού η Κορωνέικη είναι μία καινούργια ποικιλία στην περιοχή και δεν μπορεί να προβλεφθεί η συμπεριφορά της και η προσαρμοστικότητά της σε βάθος χρόνου.