Γράφει ο Κωνσταντίνος Γάτσιος*
Η επίκληση της ανάπτυξης αποτελεί την συνηθέστερη επωδό του τρέχοντος πολιτικού λόγου. Όσο πιο συχνά όμως αναφέρεται, τόσο περισσότερο ασαφές καθίσταται το τι ακριβώς αντιπροσωπεύει η έννοια αυτή. Πράγμα απολύτως φυσιολογικό, αν σκεφτεί κανείς πόσο πολύ έχει κακοποιηθεί η λογική και πόσο πολύ έχει διαστρεβλωθεί η εικόνα της πραγματικότητας στο παρελθόν όταν, για παράδειγμα, ο δημαγωγικός λόγος χαρακτήριζε και συνεχίζει να χαρακτηρίζει σαν περίοδο μεγάλης ανάπτυξης της Ελλάδας την περίοδο μετά την είσοδό μας στην ευρωζώνη και, ειδικά, την περίοδο του δημοσιονομικού εκτροχιασμού, 2004-2009.
Για να καταλάβουμε, επομένως, τι είναι «ανάπτυξη» θα πρέπει, ίσως, να ξεκινήσουμε από το τι δεν είναι. Ανάπτυξη, λοιπόν, δεν είναι να δανειζόμαστε, και μάλιστα από το εξωτερικό, για να χρηματοδοτήσουμε την κατανάλωση και, ειδικότερα, την κατανάλωση εισαγομένων. Ο δημαγωγικός λόγος των φορέων του πελατειακού κράτους, όμως, έχει καταφέρει να πείσει την κοινή γνώμη ότι φιλολαϊκές πολιτικές είναι η διανομή στους πολίτες εισοδημάτων και προσόδων που δεν παράγει η οικονομία και ότι το να υπονομεύεις και να καταστρέφεις το μέλλον της χώρας για πολλές γενιές είναι «ανάπτυξη για τους πολλούς». Όπως συνέβαινε όταν μοιράζονταν συντάξεις σε υγιείς 45άρηδες –που, μάλιστα, ήταν υψηλότερες από τις αποδοχές που είχαν όσο εργάζονταν– και όπως συμβαίνει και σήμερα, σε πιο δύσκολες εποχές είναι η αλήθεια, όπου μοιράζονται επιδόματα από το εγκληματικό υπερπλεόνασμα με το καταπληκτικό, μάλιστα, επιχείρημα, ότι αυτά είναι «οι καρποί της ανάπτυξης»!
Αντίθετα, όμως, από τον παραπλανητικό και δημαγωγικό λόγο των ιεροφαντών τού πελατειακού κράτους, ανάπτυξη είναι κάτι άλλο. Ανάπτυξη σημαίνει να είναι η χώρα οικονομικά αυτοδύναμη. Να μπορεί, για παράδειγμα, να χρηματοδοτεί τίμια και λογικά τις συντάξεις ανθρώπων που συμπλήρωσαν πραγματικά τον εργασιακό τους κύκλο, χωρίς όλη η οικονομία της και όλο το συνταξιοδοτικό της σύστημα να κινδυνεύουν με κατάρρευση. Να μπορεί να καλύπτει τις στοιχειώδεις ανάγκες όλων των πολιτών της για ασφάλεια, περίθαλψη και παιδεία. Να μπορεί να καλύπτει τις ανάγκες τις εθνικής της άμυνας.
Επειδή ζούμε στο 2019, όλα αυτά προϋποθέτουν μία χώρα οικονομικά ισχυρή και παραγωγική. Μία χώρα στην οποία εργαζόμενοι και επιχειρήσεις δημιουργούν προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας τα οποία, επειδή ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις και στις ανάγκες της σημερινής πραγματικότητας, μπορούν να πωληθούν στις διεθνείς αγορές –είναι, δηλαδή, διεθνώς εμπορεύσιμα. Για να πετύχει, όμως, μία χώρα να είναι παραγωγικά αυτοδύναμη και να συμμετέχει στις διεθνείς αγορές, απαιτούνται συνθήκες οικονομικής ισορροπίας στο εσωτερικό της που σήμερα δεν υπάρχουν στην Ελλάδα. Απαιτούνται, επίσης, και κάποια άλλα πράγματα τα οποία όχι μόνο δεν υπάρχουν στην ελληνική πραγματικότητα αλλά μοιάζουν εξωτικά, ίσως και παράξενα, ακόμη και μόνο να τα αναφέρει κανείς. Απαιτείται δημιουργικότητα στο πνευματικό επίπεδο, δηλαδή απαιτείται να υπάρχει η δυνατότητα δημιουργίας νέων ιδεών που θα γίνουν νέα προϊόντα, νέοι τρόποι οργάνωσης της ζωής και, τελικά, νέα αντίληψη του κόσμου. Με τη σειρά του, αυτό προϋποθέτει βαθιές γνώσεις, τεχνικές και επιστημονικές, που δίνει η εκπαίδευση και, επίσης, ενεργητική και αισιόδοξη αντιμετώπιση του κόσμου και της πραγματικότητας από την πλευρά των επιχειρηματιών και των εργαζομένων, κάτι που δίνει η Παιδεία και ο πολιτισμός. Διότι, στην πραγματικότητα, η ανάπτυξη είναι ένας τελείως διαφορετικός τρόπος ζωής από τη μιζέρια και την μικρόνοια που υποστήκαμε τα τελευταία χρόνια και, ειδικότερα, τα τεσσερισήμισι τελευταία.
Η ανάπτυξη δε σχετίζεται, άλλωστε, μόνο με το επίπεδο του εισοδήματος. Σχετίζεται, επίσης, και με την ποιότητα της ζωής. Σχετίζεται με τη δυνατότητα για εθνική ανεξαρτησία. Σχετίζεται με τη δυνατότητα να περιφρουρείται η εδαφική ακεραιότητα της χώρας. Η ανάπτυξη είναι ένας άλλος τρόπος για να υπάρχεις μες στον κόσμο και απαιτεί μία διαφορετική φιλοσοφία ζωής από την σήμερα επικρατούσα. Δυστυχώς, όμως, αυτά απουσιάζουν από τον δημόσιο διάλογο, όχι διότι μοιάζουν λίγο σαν ονειροφαντασία, συγκρινόμενα με την πεζή πραγματικότητα, αλλά κυρίως διότι είναι πράγματα που δεν ακούγονται καλά στα αυτιά τού πελατειακού κράτους και των κατεστημένων συμφερόντων της παραοικονομίας και του παρασιτισμού. Δε λέγονται, επίσης, διότι για να φτάσουμε σε μία παρόμοια κατάσταση όπου η ανάπτυξη θα είναι η πρώτη διάσταση της ζωής του έθνους, απαιτούνται σημαντικές μεταρρυθμίσεις.
Ποιες, όμως, είναι οι μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται προκειμένου να μπει η ελληνική οικονομία σε μία πορεία ανάπτυξης; Είναι πολύ απλό: είναι οι μεταρρυθμίσεις εκείνες που θα επιτρέψουν στα παραγωγικά τμήματα της ελληνικής οικονομίας να εργαστούν ελεύθερα, είναι οι μεταρρυθμίσεις υπέρ της παραγωγής και των νέων.
Αυτό, μεταξύ άλλων, απαιτεί καταπολέμηση της γραφειοκρατίας, που αποτελεί τη δίοδο προς τη διαφθορά. Το λέμε για δεκαετίες, αλλά δεν έχουμε καταφέρει να κάνουμε τα βήματα που απαιτούνται. Απαιτεί, επίσης, την δημιουργία ενός Κράτους Δικαίου, με την έννοια ότι για να μην υπάρχει άρνηση δικαίου η δικαιοσύνη πρέπει να απονέμεται και οι διαφορές να διευθετούνται σε εύλογο χρόνο, διότι διαφορετικά κάποιος δεν έχει κανένα λόγο να επιχειρήσει μία επενδυτική προσπάθεια στην Ελλάδα. Συνεπώς, απαιτείται ένα πιο αποτελεσματικό και πιο γρήγορο, αλλά πάντα δίκαιο και διαφανές, δικαστικό σύστημα.
Επιπλέον, και παρά το γεγονός ότι οι χαμηλοί φόροι δεν είναι, όπως πολλοί πιστεύουν, το πλέον καθοριστικό στοιχείο για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων, η Ελλάδα δε μπορεί να παραμείνει μία χώρα υψηλής φορολογίας, καθώς αντιμετωπίζει πολύ μεγάλο ανταγωνισμό από χώρες που έχουν πολύ χαμηλή φορολογία στις επενδύσεις. Σταδιακά, αλλά γρήγορα, θα πρέπει οι φορολογικοί συντελεστές να τείνουν στα επίπεδα των ανταγωνιστριών χωρών. Επειδή, όμως, όλα στην οικονομία είναι συνδεδεμένα και επειδή η οικονομία λειτουργεί με το διπλογραφικό σύστημα, κάτι το οποίο πολλοί συχνά φαίνεται να αγνοούν, ανάλογα με την μείωση των φορολογικών συντελεστών θα πρέπει να είναι ο εξορθολογισμός και η μείωση των δημοσίων δαπανών, ειδικά όσο συνεχίζουμε να βρισκόμαστε υπό τον περιορισμό της υποχρέωσης για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ. Τέλος και, ίσως, σημαντικότερο, θα πρέπει να απελευθερωθούν οι αγορές που δεν καταφέραμε να απελευθερώσουμε παρά την κοπιώδη προσπάθεια στη διάρκεια των Μνημονίων.
Οι μεταρρυθμίσεις είναι απολύτως απαραίτητες, αλλά παρουσιάζουν δύο ειδών προβλήματα. Το πρώτο είναι ότι η σημασία και αναγκαιότητά τους έχει διαβληθεί και συκοφαντηθεί κατά τη διάρκεια εφαρμογής των Μνημονίων. Αυτή είναι η ουσία της φράσης «τα Μνημόνια έφεραν την κρίση». Τα αρνητικά κοινωνικά αντανακλαστικά που έχουν δημιουργηθεί δεν πρόκειται αυτόματα να εξαλειφθούν με την απαλλαγή από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Οπότε, αναφύεται το δεύτερο μεγάλο ζήτημα: μία μεταρρύθμιση έχει αργή απόδοση. Τα οφέλη της προκύπτουν, συνήθως, πολύ καιρό μετά την εφαρμογή της. Απαιτείται, συνεπώς, πολύ μεγάλο πολιτικό κεφάλαιο αλλά και πολύ μεγάλη θέληση για μία κυβέρνηση, ώστε να μπορέσει να εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις οι οποίες θα αποδώσουν σε πολύ μεταγενέστερο χρόνο. Στην πραγματικότητα, απαιτείται εθνική συνεννόηση.
Ο πόλεμος της οικονομικής ανάπτυξης είναι, λοιπόν, πολυμέτωπος. Θα δοθεί σε εκατοντάδες, αν όχι χιλιάδες, καθημερινές μάχες για μία πολύ μακρά περίοδο και πρέπει να είμαστε έτοιμοι για αυτόν, χωρίς να χάνουμε ποτέ το στόχο που είναι η δημιουργία μιας σύγχρονης, λειτουργικής, παραγωγικής και κοινωνικά δίκαιης οικονομίας και κοινωνίας.
*Ο Κωνσταντίνος Γάτσιος είναι υποψήφιος βουλευτής Ιωαννίνων με το Κίνημα Αλλαγής και τέως πρύτανης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από το ένθετο «Ώρα για ανάπτυξη», Βήμα της Κυριακής, 30-6-2019.